αποπτυστος

αποπτυστος
    ἀπόπτυστος
    ἀπό-πτυστος
    2
    мерзостный, противный, презренный
    

(Soph., Eur., Arph.; θεοῖς Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποπτυστος" в других словарях:

  • απόπτυστος — ἀπόπτυστος, ο (Α) [αποπτύω] 1. αυτός που τον έχουν φτύσει 2. εκείνος που αξίζει να τον φτύσουν, ο σιχαμένος …   Dictionary of Greek

  • ἀπόπτυστος — spat out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόπτυστον — ἀπόπτυστος spat out masc/fem acc sg ἀπόπτυστος spat out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπτύστοις — ἀπόπτυστος spat out masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπτύστοισιν — ἀπόπτυστος spat out masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπτύστου — ἀπόπτυστος spat out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόπτυστα — ἀπόπτυστος spat out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόπτυστοι — ἀπόπτυστος spat out masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»